- συμπράτης
- ὁ, Α [συμπιπράσκω]αυτός που πουλάει κάτι από κοινού με κάποιον άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπράτας — συμπράτᾱς , συμπράτης warrantor masc acc pl συμπράτᾱς , συμπράτης warrantor masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπράτης — ἀναπράτης, ο (Α) μεταπράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπιπράσκω «μεταπουλάω» (πρβλ. μεταπράτης, συμπράτης, ἐλαιοπράτης, ἀρτοπράτης κ.ά.)] … Dictionary of Greek